ξεκοιλιάζω

ξεκοιλιάζω
ξεκοίλιασα, ξεκοιλιάστηκα, ξεκοιλιασμένος, ανοίγω την κοιλιά ανθρώπου ή ζώου με μαχαίρι και βγάζω τα εντόσθια: Τον ξεκοίλιασαν οι μαχαιροβγάλτες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξεκοιλιάζω — ξεκοιλιάζω, ξεκοίλιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεκοιλιάζω — 1. (σχετικά με σφάγια) ανοίγω την κοιλιά και αφαιρώ τα εντόσθια 2. (για πρόσ.) τραυματίζω στην κοιλιά με μαχαίρι, τραυματίζω θανάσιμα 3. δίνω σε κάποιον υπερβολικές ποσότητες τροφής 4. (το μέσ.) ξεκοιλιάζομαι μτφ. τρώω υπερβολικά, φουσκώνω από το …   Dictionary of Greek

  • ανεντερίζω — ἀνεντερίζω (Μ) ξεντεριάζω, ξεκοιλιάζω …   Dictionary of Greek

  • εκκοιλίζω — ἐκκοιλίζω και ἐκκοιλιάζω (AM) ανοίγω την κοιλιά, ξεκοιλιάζω …   Dictionary of Greek

  • εκχορδεύω — ἐκχορδεύω (Μ) 1. βγάζω τις χορδές, τα έντερα κάποιου, τόν ξεκοιλιάζω 2. σπαράζω …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξεγαρδουμίζω — βγάζω τα έντερα κάποιου, ξεκοιλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + *γαρδουμίζω (< γαρδούμα / γαρδούμπα «φαγητό από έντερα αρνιού ή κατσικιού παραγεμισμένα με εντόσθια»)] …   Dictionary of Greek

  • ξεκοίλιασμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεκοιλιάζω …   Dictionary of Greek

  • ξεντερίζω — 1. βγάζω τα έντερα, ξεκοιλιάζω 2. χτυπώ κάποιον στην κοιλιά με μαχαίρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ εντερίζω, με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος (βλ. και λ. ξ[ε] με στερ. σημ.)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”