ξεκοιλιάζω — ξεκοιλιάζω, ξεκοίλιασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεκοιλιάζω — 1. (σχετικά με σφάγια) ανοίγω την κοιλιά και αφαιρώ τα εντόσθια 2. (για πρόσ.) τραυματίζω στην κοιλιά με μαχαίρι, τραυματίζω θανάσιμα 3. δίνω σε κάποιον υπερβολικές ποσότητες τροφής 4. (το μέσ.) ξεκοιλιάζομαι μτφ. τρώω υπερβολικά, φουσκώνω από το … Dictionary of Greek
ανεντερίζω — ἀνεντερίζω (Μ) ξεντεριάζω, ξεκοιλιάζω … Dictionary of Greek
εκκοιλίζω — ἐκκοιλίζω και ἐκκοιλιάζω (AM) ανοίγω την κοιλιά, ξεκοιλιάζω … Dictionary of Greek
εκχορδεύω — ἐκχορδεύω (Μ) 1. βγάζω τις χορδές, τα έντερα κάποιου, τόν ξεκοιλιάζω 2. σπαράζω … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξεγαρδουμίζω — βγάζω τα έντερα κάποιου, ξεκοιλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + *γαρδουμίζω (< γαρδούμα / γαρδούμπα «φαγητό από έντερα αρνιού ή κατσικιού παραγεμισμένα με εντόσθια»)] … Dictionary of Greek
ξεκοίλιασμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεκοιλιάζω … Dictionary of Greek
ξεντερίζω — 1. βγάζω τα έντερα, ξεκοιλιάζω 2. χτυπώ κάποιον στην κοιλιά με μαχαίρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ εντερίζω, με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος (βλ. και λ. ξ[ε] με στερ. σημ.)] … Dictionary of Greek